- υπολωφώ
- -άω, ΜΑμσν.σταματώ για λίγο («ὑπελώφησεν ἡ καταφορὰ τῶν ὄμβρων», Κ. Μανασσ.)αρχ.μτφ. (για πρόσ.) ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι από κάτι («ἤδη μὲν παντὸς φόβου ὑπολωφῶντες», Επιφάν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + λωφῶ «σταματώ, λήγω»].
Dictionary of Greek. 2013.